παρήμερος

παρήμερος
-η, -ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, -ον, ΝΑ
αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα
αρχ.
αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ-ήμερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρημερινός — ή, όν [παρήμερος] Α ο παρήμερος …   Dictionary of Greek

  • παράμερον — παράμερος masc/fem acc sg παράμερος neut nom/voc/acc sg παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day masc/fem acc sg (doric) παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • παράμερος — (I) η, ο αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα]. (II) ον, Α (δωρ. τ.) βλ. παρήμερος …   Dictionary of Greek

  • παράμερα — παράμερος neut nom/voc/acc pl παρά̱μερα , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”